υποδαύλιση

υποδαύλιση
η
1. συνδαύλισμα, ανασκάλεμα, ανασκάλισμα: Υποδαύλιση της φωτιάς στο τζάκι.
2. μτφ., αναζωογόνηση, αναζωπύρωση, αναμόχλευση, υποκίνηση: Επιδιώκει την υποδαύλιση της παλιάς εχθρότητας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποδαύλιση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποδαυλίζω («η υποδαύλιση τών παθών τού εμφυλίου πολέμου και τού μίσους στον λαό αποτελεί εθνικό έγκλημα σήμερα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υποδαυλίζω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποδαύλισις, μαρτυρείται από το 1872 στον Φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Αχσαρούμοφ, Νικολάι Δημίτριεβιτς — (1819 1893).Ρώσος πεζογράφος. Εργάστηκε στην αρχή ως κρατικός υπάλληλος στο υπουργείο Στρατιωτικών, απ’ όπου όμως παραιτήθηκε και αφιερώθηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και κριτικές σε διάφορα λογοτεχνικά… …   Dictionary of Greek

  • υπόθαλψη — η 1. βοήθεια σε κάποιον για συντήρησή του: Κατηγορείταιγια υπόθαλψη εγκληματία. 2. μτφ., υποδαύλιση, αναζωογόνηση, διέγερση: Υπόθαλψη των πολιτικών παθών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”